- θεοσεβείᾳ
- θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβειαservicefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοσεβεία — θεοσεβείᾱ , θεοσέβεια service fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβεια — service fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβεια — και θεοσεβεία, η (AM θεοσέβεια) [θεοσεβής] ο σεβασμός προς τον θεό, η ευσέβεια … Dictionary of Greek
θεοσέβεια — η 1. το να σέβεται κανείς το θεό, η ευσέβεια προς το θεό, θρησκευτικότητα. 2. (φιλοσ.), το θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα του Θεόφιλου Καΐρη (1784 1853) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοσεβείας — θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem acc pl θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβείαι — θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβεια service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβειῶν — θεοσέβεια service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεβείῃ — θεοσέβεια service fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβειαι — θεοσέβεια service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέβειαν — θεοσέβεια service fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)